ἔγκοιλος

Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hollow, sunken, ὀφθαλμοί Hp.Prog.2; ἔγκοιλόν τι a sinking in of the lip, Arist.HA604a28; τὰ ἔ. τῆς γῆς Pl.Phd.111c: Comp. -ότερος deeper, LXX Le.13.30.    II concave, Thphr.HP7.13.1.

German (Pape)

[Seite 708] ausgehöhlt, vertieft, Arist. H. A. 8, 24 u. Folgde, wie Ath. XI, 479 a; ὀφθαλμοί, tiefliegend, Hippocr.; τὰ ἔγκοιλα, Höhlungen, γῆς Plat. Phaed. 111 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκοιλος: -ον, κοῖλος, βαθουλός, ὀφθαλμοὶ Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 24, 2· τὰ ἔγκοιλα τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément creux ; τὰ ἔγκοιλα PLAT les cavités.
Étymologie: ἐν, κοῖλος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1cóncavo (ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ σπλήν) φλεβώδεα ... καὶ ἔγκοιλα Hp.Morb.4.40, del tallo de ciertas plantas, Thphr.HP 7.13.1, ὑψηλὸς καὶ ἔ. de la cótila, Apollod.Hist.254.
2 hundido ὀφθαλμοί Hp.Prog.2, Int.43, ἔγκοιλόν τι un hundimiento, una depresión en el morro de ciertos caballos enfermos, Arist.HA 604a28, ἡ ὄψις αὐτῆς ἐγκοιλοτέρα τοῦ δέρματος de la parte afectada por la lepra, LXX Le.13.30
que forma hondonada τὰ ὄρη ἔγκοιλα ὄντα como causa del eco, D.C.36.49.2
subst. τό ἔ. cavidad, concavidad τὰ ἔγκοιλα (τῆς γῆς) las concavidades de la tierra Pl.Phd.111c, τοῦ ὠτὸς τὸ ἔ. Hsch.s.u. κυψέλαι.
II adv. -ως: ἐ. ἔχειν estar rehundido, formar una cavidad ἐ. ἔχων ὁ τράχηλος var. de Hp.Epid.2.2.24 en Gal.16.681.

Greek Monolingual

ἔγκοιλος, -ον (Α)
1. κοίλος, βαθουλός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκοιλον
κοιλότητα, βαθούλωμα.

Greek Monotonic

ἔγκοιλος: -ον, κοίλος, βαθουλός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκοιλος: 1) впалый (ὀφθαλμοί Arst.);
2) вогнутый, вдавленный (ῥίς Arst.).