δυήπαθος

Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A = δυηπαθής, h.Merc.486.

German (Pape)

[Seite 671] dasselbe, H. h. Merc. 486, l. d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accablé de maux ; qui supporte ses maux.
Étymologie: δύη, πάσχω.

Spanish (DGE)

-ον penoso ἐργασίη h.Merc.486.

Greek Monotonic

δυήπᾰθος: -ον (παθεῖν), αυτός που υποφέρει πολλά, ταλαίπωρος, βασανισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

δυήπᾰθος: мучительный, трудный (ἐργασίη HH).