εἰλαπιναστής

Revision as of 19:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207.    II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
convive d’un festin εἰλαπίνη.
Étymologie: εἰλαπίνη.

English (Autenrieth)

banqueter, guest, Il. 17.577†.

Spanish (DGE)

(εἰλᾰπῐναστής) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): dór. -άς Call.Cer.87
participante en un festín, comensal ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰ. Il.17.577, cf. Call.l.c., Phld.Piet.815, Ath.362e, epít. de Dioniso, Orph.Fr.207, epít. de Zeus entre los chipriotas, Hegesand.30, cf. SEG 20.307 (Chipre IV/III a.C.).

Greek Monolingual

εἰλαπιναστής, ο (Α)
1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
2. επίκληση του Διός στην Κύπρο.

Greek Monotonic

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλᾰπῐναστής: οῦ ὁ участник пиршества, пирующий, сотрапезник Hom.