ομοτράπεζος
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, -ον)
αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι
τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία του βασιλιά στην αρχαία Περσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. μονοτράπεζος].