Ἑλλάνιος

Revision as of 19:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Dor. for Ἑλλήνιος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλλάνιος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἑλλήνιος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. Ἑλλήνιος.

English (Slater)

Ἑλλᾱνιος
   1 of Hellas, cult title of Zeus. (Αἴγινα) τάν ποτεὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (Ἑλλήνιος δὲ Ζεὺς τιμᾶται ἐν Αἰγίνῃ παρὰ τῷ οὕτως Ἑλληνίῳ ἀκρωτηρίῳ καλουμένῳ. Σ.) (N. 5.10) ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον sc. Aigina (Pae. 6.125)

Greek Monotonic

Ἑλλάνιος: Δωρ. αντί Ἑλλήνιος.

Russian (Dvoretsky)

Ἑλλάνιος: дор. = Ἑλλήνιος.