ἐξαμπρεύω

Revision as of 20:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A haul out, Ar.Lys.289.

German (Pape)

[Seite 867] herauswinden, -schleppen, Ar. Lys. 289.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμπρεύω: ἐξέλκω, ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ’ ἄνευ κανθηλίου Ἀριστοφ. Λυσ. 289.

Spanish (DGE)

arrastrar c. ac. ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ' ἄνευ κανθηλίου Ar.Lys.289.

Greek Monolingual

ἐξαμπρεύω (Α) έξαμπρον
σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ' ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ' ἄνευ κανθηλίου» — και πώς θα το τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐξαμπρεύω: вытаскивать, выволакивать (τι Arph.).