[Seite 910] 3. Pers. sing. opt. praes. von ἔπειμι.
3ᵉ sg. opt. prés. de ἔπειμι¹.
ἐπείη: γʹ ενικ. ευκτ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).
ἐπείη: эп. 3 л. sing. praes. opt. к ἔπειμι I.