ἐπικαταρριπτέω

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A throw down after, ἑαυτάς X.An.4.7.13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jeter ensuite sur.
Étymologie: ἐπί, καταρριπτέω.

Greek Monotonic

ἐπικαταρριπτέω: καταρρίπτω κατόπιν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταρριπτέω: (вслед за чем-л. или также) бросать вниз, низвергать (αἱ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία εἶτα καὶ ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν Xen.).