εὐδιάφθαρτος

Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A easily spoiled, Pl.Lg.845d.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht zu verderben, leicht verderbend, ὕδωρ, Plat. Legg. VIII, 845 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάφθαρτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νομ. 845D.

Greek Monolingual

εὐδιάφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθαρτος, δυσ-διάφθαρτος].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάφθαρτος: Plat. = εὐδιάφθορος.