εὐβριθής

Revision as of 21:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ές,

   A laden with fine yarn, σπάθαι AP6.288.7 (Leon.).

Greek Monolingual

εὐβριθής, -ές (Α)
αυτός που έχει καλά νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. α-βριθής, σιδηρο-βριθής].

Russian (Dvoretsky)

εὐβρῑθής: сильно нагруженный (σπάθαι Anth.).