εὐβριθής

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐβρῑθής Medium diacritics: εὐβριθής Low diacritics: ευβριθής Capitals: ΕΥΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: eubrithḗs Transliteration B: eubrithēs Transliteration C: evvrithis Beta Code: eu)briqh/s

English (LSJ)

εὐβριθές, laden with fine yarn, σπάθαι AP6.288.7 (Leon.).

Greek Monolingual

εὐβριθής, -ές (Α)
αυτός που έχει καλά νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. αβριθής, σιδηροβριθής].

Russian (Dvoretsky)

εὐβρῑθής: сильно нагруженный (σπάθαι Anth.).