εὐβριθής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
εὐβριθές, laden with fine yarn, σπάθαι AP6.288.7 (Leon.).
Greek Monolingual
εὐβριθής, -ές (Α)
αυτός που έχει καλά νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βριθής (< βρίθος), πρβλ. αβριθής, σιδηροβριθής].
Russian (Dvoretsky)
εὐβρῑθής: сильно нагруженный (σπάθαι Anth.).