εὐσεβία

Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, poet. for εὐσέβεια, Thgn. 1142 codd., Pi.O.8.8, S.Ant.943 (lyr.), OC189 (lyr.); personified, Emp.4.5, Critias 6.22, Epigr.Gr.1055 (Syria), etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσεβία: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ εὐσέβεια, Θέογν. 1138, Πινδ. Ο. 8. 10, Σοφ. Ἀντ. 943, Ο. Κ. 189, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 433Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. εὐσέβεια.

English (Slater)

εὐσεβία
   1 piety ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (Boeckh: εὐσεβείας codd.) (O. 8.8)

Greek Monolingual

εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) ευσεβής
βλ. ευσέβεια.

Greek Monotonic

εὐσεβία: ἡ, ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσεβία: Pind., Soph. = εὐσέβεια.