εὐρώγης

Revision as of 21:19, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ες, (ῥώξ)

   A of fine grapes, πεντάς AP6.190 (Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρώγης: (ῥώξ), ἔχων καλὰς καὶ ἀφθόνους ῥᾶγας, πεντάδα τὴν σταφυλῆς εὐρώγεα Ἀνθ. Π. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
aux beaux raisins.
Étymologie: εὖ, ῥώξ².

Greek Monolingual

εὐρώγης, -ες (Α)
αυτός που έχει καλές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρωξ, ρωγός «ρώγα»].

Greek Monotonic

εὐρώγης: (ῥώξ), άφθονος σε ρώγες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρώγης: ῥάξ обильный гроздьями (sc. σταφυλή Anth.).