ζυγόσταθμος

Revision as of 21:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ὁ,

   A balance, Plu.2.928b.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, die Wage, Plut. fac. in orbe lun. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγόσταθμος: ὁ, ζυγός, ζυγαριά, Πλούτ. 2. 928Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
balance.
Étymologie: ζυγόν, σταθμός.

Greek Monolingual

ζυγόσταθμος, ὁ (Α)
ζυγός, ζυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + σταθμός.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγόσταθμος: ὁ весы Plut.