ζυγαριά

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

η
1. ζυγός, πλάστιγγα, κάθε συσκευή ζυγίσματος
2. μτφ. ο ζυγός ως μέσο με το οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη και ως σύμβολο της δικαιοσύνης («κάπου αν υπάρχεις, κρίνε με και μίλησέ μου. Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! η ζυγαριά σου!», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ουσ. ζυγάριον, υποκορ. του ζυγός + κατάλ. -ιά].