ζόφιος

Revision as of 21:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,= ζόφεος, ζοφερός, ib. 7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 1140] = ζοφερός, Ἐρινύες Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

ζόφιος: -ον, = ζόφεος, ζοφερός, Ἀνθ. Π. 7. 377.

Greek Monolingual

ζόφιος, -ον (Α) ζόφος
ζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ζόφιος: -ον, = ζοφερός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζόφιος: темный, мрачный (Ἐρινύες Anth.).