acc. sg. fém. de ὅς, ἥ, ὅ;poét. p. ἑήν, acc. sg. fém. de ἑός.
ἥν: αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς και της κτητ. αντων. ὅς, ἑός.
ἥν: I acc. sing. к ἥ (f к ὅς).