French (Bailly abrégé)
acc. sg. fém. de ὅς, ἥ, ὅ;
poét. p. ἑήν, acc. sg. fém. de ἑός.
Greek Monotonic
ἥν: αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς και της κτητ. αντων. ὅς, ἑός.
Russian (Dvoretsky)
ἥν:
I acc. sing. к ἥ (f к ὅς).
ἥν: II поэт. (= ἑήν) acc. sing. к ἑός.