ἡμιστρόγγυλος
English (LSJ)
ον,
A half-round, Id.Ocyp. 97.
German (Pape)
[Seite 1170] halbrund, Luc. Ocyp. 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιστρόγγῠλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ στρογγύλος, τομή Λουκ. Ὠκυπ. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié rond.
Étymologie: ἡμι-, στρογγύλος.
Greek Monolingual
ἡμιστρόγγυλος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ στρογγυλός, μισοστρόγγυλος.
Greek Monotonic
ἡμιστρόγγῠλος: -ον, ο κατά το ήμισυ στρογγυλός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιστρόγγῠλος: полукруглый (τομή Luc.).