θοινήτωρ

Revision as of 21:55, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = θοινάτωρ, AP7.241 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1214] ορος, ὁ, = θοινάτωρ, Antp. Sid. 99 (VII, 241).

Greek (Liddell-Scott)

θοινήτωρ: ὁ, = θοινάτωρ, θοινατήρ, Ἀνθ. Π. 7. 241, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 55.

Greek Monolingual

θοινήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ].

Greek Monotonic

θοινήτωρ: ὁ, = θοινάτωρ, θοινατήρ, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θοινήτωρ: ορος ὁ Anth. = θοινάτωρ.