ἴγδις

Revision as of 21:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mortar, Sol.39, Damocr. ap. Gal.14.130, Dsc.5.89,AP 9.642 (Agath.): cited as obsol. for θυεία by S.E.M.1.234:—the form ἴγδη in Hdn.Gr.2.523, Hp.Mul.1.103, Gal. l.c., Ps.-Democr.Alch. p.55 B. is prob. incorrect.    II = sq., Antiph.127, Com.Adesp.140. (Cf. Lat. ico.)

German (Pape)

[Seite 1235] ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ἴγδις: ἡ, θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ θυεία ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ τύπος ἴγδη, ὅστις ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, Πολυδ. Γ΄, 103. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, γύναι, πρός αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει πάλιν ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
1 mortier à piler;
2 sorte de danse.
Étymologie: cf. ἴγδη.

Greek Monolingual

ἴγδις, -εως και ἴγδη, ἡ (Α)
1. το γουδί
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη].

Greek Monotonic

ἴγδις: ἡ, γουδί, σε Σόλωνα, Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἴγδις: ιος ἡ арх. Sext., Anth. = θυΐα или θυεία.