ἱέμεν
Greek (Liddell-Scott)
ἱέμεν: ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἵημι. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de ἵημι.
Greek Monotonic
ἱέμεν: ἱέμεναι, Επικ. απαρ. ενεστ. του ἵημι· ἱέμενος, μτχ. Παθ. ενεστ.
Russian (Dvoretsky)
ἱέμεν: I и ἱέμεναι эп. inf. praes. к ἵημι.
II impf. к *ἵεμαι II.