ἱππώδης

Revision as of 22:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ες,

   A horse-like, X.Eq.1.11 (Comp.), Poll.1.192; κεφαλή Hippiatr.14.

German (Pape)

[Seite 1262] ες, pferdeähnlich, Xen. de re equ. 1, 11, im compar., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἵππῳ, Ξεν. Ἱππ. 1, 11, Πολυδ. Α΄, 192.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble au cheval, de la nature du cheval.
Étymologie: ἵππος, -ωδης.

Greek Monolingual

ἱππώδης, -ες (ΑΜ) ίππος
όμοιος με ίππο.

Greek Monotonic

ἱππώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άλογο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππώδης: конеобразный, подобающий лошади: ἱππωδηστέραν κεφαλὴν ἀποφαίνειν Xen. придавать конской голове более правильную форму.