ἱππώδης
From LSJ
English (LSJ)
ἱππῶδες, horse-like, X.Eq.1.11 (Comp.), Poll.1.192; κεφαλή Hippiatr.14.
German (Pape)
[Seite 1262] ες, pferdeähnlich, Xen. de re equ. 1, 11, im compar., u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble au cheval, de la nature du cheval.
Étymologie: ἵππος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἱππώδης: конеобразный, подобающий лошади: ἱππωδηστέραν κεφαλὴν ἀποφαίνειν Xen. придавать конской голове более правильную форму.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἵππῳ, Ξεν. Ἱππ. 1, 11, Πολυδ. Α΄, 192.
Greek Monolingual
ἱππώδης, -ες (ΑΜ) ίππος
όμοιος με ίππο.
Greek Monotonic
ἱππώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άλογο, σε Ξεν.