Ἱππομέδων

Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A horse-ruler, as a pr. n., A., etc. [In Th.488, with the 2nd syll. long, metri gr.]

Greek (Liddell-Scott)

Ἱππομέδων: -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον ὄνομα, Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. Παρθενοπαῖος.

Greek Monolingual

Ἱππομέδων, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ηγεμόνας, αρχηγός ιππικού («Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο(ο)- + -μέδων (< μέδω «κυβερνώ»), πρβλ. Αυτο-μέδων, Λαο-μέδων].

Russian (Dvoretsky)

Ἱππομέδων: οντος ὁ Гиппомедонт (один из «семерых против Фив») Aesch., Soph.