καμινεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A furnace-worker, smith or potter, D.S.20.63.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, der Feuerarbeiter, bei D. Sic. 20, 63 neben κεραμεύς. Vgl. die Folgdn.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνεύς: έως, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος κάμινον ἐν τῇ ἐργασίᾳ αὐτοῦ, ὡς ὁ χαλκεὺς ἢ κεραμεύς, Διόδ. 20. 63.
Greek Monolingual
καμινεύς, ὁ (Α) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνεύς: έως ὁ горновой мастер (кузнец, обжигальщик) Diod.