καταμικρόν
German (Pape)
[Seite 1364] d. i. κατὰ μικρόν, besser getrennt geschrieben, im Kleinen, stückweis; von der Zeit, nach und nach, allmälig.
Greek (Liddell-Scott)
καταμικρόν: κάλλιον χωριστά, καταμικρόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, βαθμηδόν.
Greek Monolingual
επίρρ. λίγο λίγο, βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μικρόν «λίγο λίγο»].
Russian (Dvoretsky)
καταμικρόν: adv., v. l. κατὰ μικρόν мало-помалу, понемногу Xen. etc.