καταλαμπτέος

Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

α, ον, Ion. for καταληπτέος,

   A to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.

Greek Monotonic

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.