καταλαμπτέος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
α, ον, Ion. for καταληπτέος, to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.
Russian (Dvoretsky)
καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.
Greek Monotonic
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.
Middle Liddell
καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.