καταληπτέος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
α, ον, (καταλαμβάνω)
A to be seized or occupied, Plu. Caes.32; to be comprehended, Vett.Val.272.30; Ion. καταλαμπτέος (q.v.).
2 καταληπ-τέον, one must cover with a plaster, Philum. ap. Orib. Syn.8.3, Philum.Ven.3.5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de καταλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταληπτέος -α -ον, Ion. καταλαμπτέος, adj. verb. van καταλαμβάνω, die moet worden gegrepen:. καταλαμπτέος ἐστὶ ἡμῖν hij moet door ons uit de weg worden geruimd Hdt. 3.127.3.
Russian (Dvoretsky)
καταληπτέος: ион. καταλαμπτέος 3 adj. verb. к καταλαμβάνω.
Greek Monotonic
καταληπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του καταλαμβάνω, αυτός που πρέπει να αρπαχτεί, να κυριευθεί ή να καταληφθεί, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταληπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ καταλαμβάνω, ὃν πρέπῃ νὰ καταλάβῃ ἢ κατάσχῃ τις, Πλούτ. Καῖσ. 32· Ἰων., καταλαμπτέος, ὃ ἴδ. 2) καταληπτέον, πρέπει τις νὰ ἐννοήσῃ, νὰ καταλάβῃ, Εὐσεβ. Ἀπόδ. Εὐ. 496C.
Middle Liddell
καταληπτέος, η, ον verb. adj. of καταλαμβάνω,]
to be seized or occupied, Plut.