κατάρυτος

Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek (Liddell-Scott)

κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.

Greek Monolingual

κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.

Greek Monotonic

κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατάρῠτος: Eur. = κατάρρυτος.