κατακτάς

Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

κατακτάμενος,

   A v. κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.

Greek Monotonic

κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.

Russian (Dvoretsky)

κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.