κατακτάς
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
κατακτάμενος, v. κατακτείνω.
German (Pape)
s. κατακτείνω.
Russian (Dvoretsky)
κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.
Greek Monotonic
κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.