καταπιστόομαι

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Med.,

   A become security, ὑπέρ τινος πρός τινα for one to another, Plu.Cleom.21.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστόομαι: μέσ., γίνομαι ἐγγυητής, ὑπέρ τινος πρός τινα, διά τινα πρὸς ἄλλον τινά, Πλουτ. Κλεομ. 21.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se porter garant.
Étymologie: κατά, πιστόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπιστόομαι [κατά, πιστός] borg staan, zich borg stellen:. ὑπὲρ τῶν Ἀργείων... καταπιστωσάμενος πρὸς αὐτὸν degene die bij hem borg had gestaan voor de Argivers Plut. Agis et Cl. 42.1.

Russian (Dvoretsky)

καταπιστόομαι: давать ручательство, ручаться: κ. ὑπέρ τινος πρός τινα Plut. ручаться за кого-л. перед кем-л.