καταπιστόομαι

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπιστόομαι Medium diacritics: καταπιστόομαι Low diacritics: καταπιστόομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: katapistóomai Transliteration B: katapistoomai Transliteration C: katapistoomai Beta Code: katapisto/omai

English (LSJ)

Med., become security, ὑπέρ τινος πρός τινα for one to another, Plu.Cleom.21.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se porter garant.
Étymologie: κατά, πιστόω.

Russian (Dvoretsky)

καταπιστόομαι: давать ручательство, ручаться: κ. ὑπέρ τινος πρός τινα Plut. ручаться за кого-л. перед кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστόομαι: μέσ., γίνομαι ἐγγυητής, ὑπέρ τινος πρός τινα, διά τινα πρὸς ἄλλον τινά, Πλουτ. Κλεομ. 21.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπιστόομαι [κατά, πιστός] borg staan, zich borg stellen:. ὑπὲρ τῶν Ἀργείων... καταπιστωσάμενος πρὸς αὐτὸν degene die bij hem borg had gestaan voor de Argivers Plut. Agis et Cl. 42.1.