καταπιστόομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., become security, ὑπέρ τινος πρός τινα for one to another, Plu.Cleom.21.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se porter garant.
Étymologie: κατά, πιστόω.
Russian (Dvoretsky)
καταπιστόομαι: давать ручательство, ручаться: κ. ὑπέρ τινος πρός τινα Plut. ручаться за кого-л. перед кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιστόομαι: μέσ., γίνομαι ἐγγυητής, ὑπέρ τινος πρός τινα, διά τινα πρὸς ἄλλον τινά, Πλουτ. Κλεομ. 21.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπιστόομαι [κατά, πιστός] borg staan, zich borg stellen:. ὑπὲρ τῶν Ἀργείων... καταπιστωσάμενος πρὸς αὐτὸν degene die bij hem borg had gestaan voor de Argivers Plut. Agis et Cl. 42.1.