κατόψομαι

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

fut. of καθοράω (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

κατόψομαι: μέλλ. τοῦ καθοράω, (ἀόρ. κατεῖδον), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

v. καθοράω ou *κατόπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-όψομαι fut. van καθ-οράω.

Russian (Dvoretsky)

κατόψομαι: fut. к καθοράω.