fut. of καθοράω (q. v.).
κατόψομαι: μέλλ. τοῦ καθοράω, (ἀόρ. κατεῖδον), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.
v. καθοράω ou *κατόπτομαι.
κατ-όψομαι fut. van καθ-οράω.
κατόψομαι: fut. к καθοράω.