κατόψομαι
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Full diacritics: κατόψομαι | Medium diacritics: κατόψομαι | Low diacritics: κατόψομαι | Capitals: ΚΑΤΟΨΟΜΑΙ |
Transliteration A: katópsomai | Transliteration B: katopsomai | Transliteration C: katopsomai | Beta Code: kato/yomai |
v. καθοράω ou *κατόπτομαι.
κατόψομαι: fut. к καθοράω.
κατόψομαι: μέλλ. τοῦ καθοράω, (ἀόρ. κατεῖδον), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.
κατ-όψομαι fut. van καθ-οράω.