κατόψομαι

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόψομαι Medium diacritics: κατόψομαι Low diacritics: κατόψομαι Capitals: ΚΑΤΟΨΟΜΑΙ
Transliteration A: katópsomai Transliteration B: katopsomai Transliteration C: katopsomai Beta Code: kato/yomai

English (LSJ)

fut. of καθοράω (q.v.).

French (Bailly abrégé)

v. καθοράω ou *κατόπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατόψομαι: fut. к καθοράω.

Greek (Liddell-Scott)

κατόψομαι: μέλλ. τοῦ καθοράω, (ἀόρ. κατεῖδον), Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-όψομαι fut. van καθ-οράω.