κριηδόν

Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Adv., (κριός)

   A like a ram, Ar.Lys.309.

German (Pape)

[Seite 1508] wie ein Widder, Ar. Lys. 309; B. A. 46.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑηδόν: Ἐπίρρ. (κριὸς) ὡς κριός, Ἀριστοφ. Λυσ. 309.

Greek Monolingual

κριηδόν (Α)
επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ' ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, λεοντ-ηδόν)].

Russian (Dvoretsky)

κρῑηδόν: adv. словно тараном Arph.