κύκνοψις

Revision as of 23:19, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A swan-like, AP11.345.

German (Pape)

[Seite 1528] von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).

Greek (Liddell-Scott)

κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὅμοιος κύκνῳ Ἀνθ. Π. 11. 345.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
voc. κύκνοψι;
à figure de cygne.
Étymologie: κύκνος, ὄψις.

Greek Monolingual

κύκνοψις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή-οψις, λύκ-οψις].

Greek Monotonic

κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κύκνοψις: εως adj. похожий на лебедя Anth.