κυνόσουρα

Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A dog's-tail, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.36, Aglaosth. ap. Eratosth.Cat.2.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόσουρα: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, ὄνομα τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυνόσουρα, ἡ (Α)
ονομασία του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. του κύων) + οὐρά].

Greek Monotonic

κῠνόσουρα: ἡ, ουρά σκύλου, όνομα του αστερισμού της μικρής Άρκτου, σε Άρατ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόσουρα: ᾠά τά неплодные яйца, болтуны Arst.