Λιβυστικός

Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, plante.
Étymologie: Λιβύη.

Greek Monolingual

Λιβυστικός, -ή, -όν (Α)
1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῑς», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού
3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η λιβυστιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς, -ίδος, κάτοικος της Λιβύης].

Russian (Dvoretsky)

Λῐβυστικός: ливийский Aesch., Eur.