ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
λιβυστιάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς + κατάλ. -άς, που απαντά σε λ. σχετικές με τη γεωργία και την καλλιέργεια (πρβλ. μυρτάς, φυλλάς)].