λυχνίδιον

Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A v. λυχνεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, λυχνοῦχος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite lampe ou petite lanterne.
Étymologie: λύχνος.

Greek Monolingual

λυχνίδιον, τὸ (Α)
βλ. λυχνείδιον.

Russian (Dvoretsky)

λυχνίδιον: (ῐδ) τό небольшой светильник Plut., Luc.