λευκόχροια

Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A whiteness, white colour, Placit.3.1.1.

German (Pape)

[Seite 35] ἡ, die weiße Farbe, Plut. plac. phil. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχροια: ἡ, τὸ λευκὸν χρῶμα, Πλούτ. 2. 892E.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

η (Α λευκόχροια) λευκόχρους
λευκότητα, ασπρίλα
νεοελλ.
λευκοδερμία.

Russian (Dvoretsky)

λευκόχροια: ἡ белый цвет, белизна Plut.