μακροτέρω

Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A farther off, Id.Pr.901a22.

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek Monolingual

μακροτέρω (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακροτέρω: (ς) compar. к μακρῶς.