λοπαδαρπαγίδης

Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dishsnatcher, Epigr. ap. Hegesand.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰς (πλήρεις φαγητοῦ) λοπάδας, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 288.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui pille les plats, goinfre.
Étymologie: λοπάς, ἁρπάζω.

Greek Monotonic

λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ (ἁρπάζω), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα φαγητό) πιάτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λοπᾰδαρπᾰγίδης: ου ὁ ирон. блюдохвататель, т. е. обжора Anth.