μετάθετος
English (LSJ)
ον,
A changed: changeable, τύχη Plb.15.6.8 (sed leg. εὐμεταθ-).
German (Pape)
[Seite 146] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ τύχη, Pol. 15, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μετάθετος: -ον, μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, τύχη Πολύβ. 15. 6, 8.
Greek Monolingual
μετάθετος, -ον (Α) μετατίθημι
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολος («μεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετα + θετός, με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
μετάθετος: изменчивый, переменчивый (ἡ τύχη Polyb.).