μονότεκνος

Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu’un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].

Greek Monotonic

μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).