ναυφθορία

Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A shipwreck, loss of ships, AP7.73 (Tull. Gem.): pl., Man.1.324.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, Zerstörung, Verlust des Schiffes, Schiffbruch, im plur., Maneth. 1, 324 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ναυφθορία: ἡ, φθορά, ἀπώλεια πλοίων, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 7. 73, Μανέθων 1. 324.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
destruction d’un navire, naufrage.
Étymologie: ναύφθορος.

Greek Monolingual

η (Α ναυφθορία) ναύφθορος
φθορά ή και απώλεια πλοίου, ναυάγιο.

Greek Monotonic

ναυφθορία: ἡ, ναυάγιο, απώλεια πλοίων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ναυφθορία: ἡ гибель корабля, кораблекрушение Anth.