ναυάγιο
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
Greek Monolingual
το (ΑΜ ναυάγιον Α και ιων. τ. ναυήγιον)
1. πλοίο ή άλλο ναυπήγημα το οποίο έχει βυθιστεί ή έχει προσαράξει σε έξαρση του βυθού ή σε σημείο της ακτής από οποιαδήποτε αιτία και δεν μπορεί να πλεύσει («καὶ τὸν Πάριν εἰς Σπάρτην πλέοντα ναυαγίῳ περιπεσεῖν», Στράβ.)
2. λείψανο, απομεινάρι βυθισμένου ή σύντριμμα κατεστραμμένου πλοίου («πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς σφετέρους ἐτράποντο», Θουκ.)
νεοελλ.
μτφ. καταστροφή, πλήρης αποτυχία στα σχέδια, στις διαπραγματεύσεις, τις επιχειρήσεις ή τις προσπάθειες κάποιου, χρεωκοπία (α. «σε ναυάγιο κατέληξαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τών κομμάτων» β. «η επιχείρηση οδηγήθηκε σε ναυάγιο»)
(νεοελλ.-μσν.) μτφ.
1. ηθική κατάπτωση, διαφθορά
2. («για πρόσ.) άνθρωπος που έπεσε έξω, που είναι κατεστραμμένος οικονομικά ή ηθικά εξαθλιωμένος («αυτός είναι ένα κοινωνικό ναυάγιο»)
αρχ.
(γενικά) καθετί το κατεστραμμένο ή συντριμμένο (α. «ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον», Χοιρίλ.
β. «ναυαγίων ἱππικῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγός, λ. που χρησιμοποιήθηκε με την σημ. της ναυαγίας (πρβλ. ἐμπόριου - εμπορία, συμβούλιον - συμβουλία)].